Τρίτη 16 Σεπτεμβρίου 2014

Του γιοφυριού της Άρτας




Διάφορες παραλλαγές στον ελλαδικό χώρο του συγκεκριμένου δημοτικού τραγουδιού μπορείτε να ακούσετε  εδώ και κάποιες άλλες στον ευρύτερο χώρο της Βαλκανικής μπορείτε να διαβάσετε παρακάτω:

 Η αλβανική παραλλαγή, Το κάστρο της Ροζάφα

Έπεσε η ομίχλη πάνω από την Μπούνα και την κάλυψε ολόκληρη. Τρεις μέρες και τρεις νύχτες η ομίχλη έμεινε εκεί. Μετά τρεις μέρες και τρεις νύχτες ένας αδύναμος άνεμος έπνευσε και ανύψωσε την ομίχλη. Την ανύψωσε και την πήγε μέχρι τον τάφο του Βαλδανούζι. Εκεί στην κορυφή του λόφου, τρία αδέλφια δούλευαν. Έχτιζαν κάστρο μέγα. Τη μέρα έχτιζαν, το βράδυ γκρεμιζόταν, κι έτσι δε χτιζόταν. 

Περνάει, λοιπόν, από εκεί ένας καλός γέροντας. Καλή δουλειά, ω τρία αδέλφια. Να’ σαι καλά, ω καλέ γέροντα. Πού τη βλέπεις όμως συ την καλή δουλειά; Τη μέρα το υψώνουμε, τη νύχτα καταρρέει. Ξέρεις κανα λόγο να μας πεις χαρμόσυνο; Τι πρέπει να κάνουμε για να κρατήσουμε τους τοίχους στα πόδια τους; Εγώ ξέρω – αποκρίνεται ο γέροντας – αλλά δειλιάζω να σας πω, γιατί είναι αμαρτία. Ρίξ΄ την αμαρτία πάνω μας, γιατί θέλουμε να κρατήσουμε στα πόδια του αυτό το κάστρο. Ο καλός γέροντας σκέφτεται και ρωτάει: - Είστε παντρεμένοι, ω παλικάρια; Τις έχετε εσείς οι τρεις τις τρεις κοπέλες σας; Παντρεμένοι είμαστε, του λένε εκείνοι, και οι τρεις τις έχουμε τις τρεις κοπέλες μας. Για πες, λοιπόν, τι πρέπει να κάνουμε, για να στεριώσει αυτό το κάστρο; Αν θέλετε να στεριώσει δεσμευτείτε με όρκο: Μην πείτε στις γυναίκες σας, στο σπίτι μη μιλήστε για τα λόγια που εγώ θα πω. Μια από τις τρεις συννυφάδες που θα’ ρθει αύριο να σας φέρει φαγητό, να την πάρετε και να την χτίσετε ζωντανή στον τοίχο του κάστρου. Τότε θα δείτε ότι ο τοίχος θα στεριώσει και θα επιζήσει αιωνίως. Αυτά είπε ο γέροντας και σε μια στιγμή εξαφανίστηκε. 

Συμφορά, ο μεγάλος αδερφός πάτησε τον όρκο του και δεν κράτησε το λόγο του. Μίλησε στο σπίτι, είπε στη γυναίκα του να μην πάει εκεί την επόμενη μέρα. Κι ο μεσαίος αδερφός πάτησε τον όρκο του: όλα τα είπε στη γυναίκα του. Μόνον ο μικρός κράτησε το λόγο του, δε μίλησε στο σπίτι και στη γυναίκα του δε μίλησε.

Ξημέρωμα κι οι τρεις σηκώνονται νωρίς και πάνε στη δουλειά τους. Τα σφυριά κομματιάζονται, οι πέτρες διαλύονται, οι καρδιές χτυπάνε, οι τοίχοι υψώνονται. Στο σπίτι η μάνα των αγοριών δεν ξέρει τίποτε. Λέει στη μεγάλη: Καλέ μεγάλη νύφη, οι μάστορες θέλουν φαΐ και νερό. Πρέπει να τους πάμε κολοκύθες. Της απαντάει η μεγάλη νύφη: Πίστεψέ με μάνα, σήμερα δεν μπορώ να πάω, γιατί είμαι άρρωστη. Γυρνάει και λέει στη μεσαία: Καλέ μεσαία νύφη, οι μάστορες θέλουν φαΐ και νερό. Πρέπει να τους πάμε κολοκύθες. Πίστεψέ με μάνα, σήμερα δεν μπορώ να πάω, γιατί έχω να πάω στους συγγενείς μου. Τότε η μάνα των αγοριών γυρνάει και λέει στη μικρότερη: - Καλέ μικρή νύφη. Η μικρή νύφη όρθια στα δυο της πόδια : - Ορίστε μητέρα. Οι μάστορες θέλουν φαΐ και νερό. Πρέπει να τους πάμε κολοκύθες. Πίστεψέ με μάνα, εγώ θα πάω. Αλλά έχω γιο μικρό. Θέλει να θηλάσει, θέλει να πιει και κλαίει. Ξεκίνα γρήγορα, γιατί το γιο τον έχουμε εμείς, δεν τον αφήνουμε να κλαίει, λένε οι συννυφάδες. 

Σηκώνεται η μικρή γυναίκα, η καλή, παίρνει ψωμί, νερό και κολοκύθα, φιλάει το γιο στα δυο του μάγουλα, ξεκινάει και κατηφορίζει στην Καζένα, εκεί ανεβαίνει το λόφο του Βαλδανούζι, κοντεύει στον τόπο των μαστόρων. Εκεί είναι οι δυο κουνιάδοι και ο άνδρας της. Καλή δουλειά, ω μάστορες. Μα τι είναι αυτό; Σταματάνε τα σφυριά και κόβονται, αλλά οι καρδιές χτυπούν όλο και πιο δυνατά. Τα πρόσωπα χλομιάζουν. Όταν βλέπει ο μικρός τη γυναίκα του, πετάει το σφυρί απ’ το χέρι, καταριέται την πέτρα και τον τοίχο. Η γυναίκα του του λέι: - Τι έχεις αφέντη μου; Γιατί καταριέσαι τον τοίχο και την πέτρα; Πετιέται τότε ο κουνιάδος, ο μεγάλος: Ω έχεις γεννηθεί σε μαύρη μέρα, νύφη μου. Εμείς συμφωνήσαμε να σε χτίσουμε ζωντανή στον τοίχο αυτού του κάστρου. Έχετε γεια, ω κουνιάδοι. Θα σας αφήσω όμως μια τελευταία επιθυμία: όταν με χτίσετε στον τοίχο, να αφήσετε έξω το δεξί μου μάτι, να αφήσετε έξω το δεξί μου χέρι, να αφήσετε έξω το δεξί μου πόδι, να αφήσετε έξω το δεξί μαστό μου. Γιατί το γιο μου τον έχω μικρό, όταν θα αρχίσει να κλαίει με το ένα μάτι θα τον βλέπω, με το ένα χέρι θα τον νανουρίζω, με το ένα πόδι θα του κουνώ την κούνια και να του δίνω το δεξί μαστό μου να πίνει. Να ζεσταθεί ο μαστός μου, το κάστρο να στεριώσει, ο γιος μου να γίνει παλικάρι να γίνει βασιλιάς, να βασιλέψει.

Παίρνουν τη μικρή νύφη και τη χτίζουν στα θεμέλια τούτου του κάστρου. Και οι τοίχοι σηκώνονται, υψώνονται δεν πέφτουν πια σαν πρώτα. Πλάι στους τοίχους βρεγμένοι στέκουν και μουχλιασμένοι ακόμη και σήμερα οι βράχοι, γιατί συνεχίζουν τα δάκρυα της μάνας για το γιο της. Κι ο γιος μεγάλωσε, θάρρεψε και πολέμησε. 

Η κυπριακή παραλλαγή του «γιοφυριού της Άρτας»: 

Ο ΒΑΛΙΑΝΤΗΣ ΤΖ' Η ΜΑΡΟΥΔΚΙΑ (Μεταγραφή)

Κάτω στους πέντε ποταµούς, κάτω στις πέντε βρύσες, 
κάτω στις άκρες των ακρών εκεί που τελειώνει ο κόσµος,
κάτω στις άκρες των ακρών στη µέση του Μόου, 
έκτιζαν γεφύρι και είπαν πως είναι του φόβου. 
Γιοφύρι είναι που χτίζανε µε δώδεκα καµάρες 
και όλη µέρα το έχτιζαν, τη νύχτα πάλι χαλούσε. 

Και το Στοιχειό του ποταµού από κάτω κελαηδούσε :
- Α! Βαλιαντή πρωτοµάστορα και µάστορα στους µαστόρους,
από τη γενιά σου αν δε βάλεις γιοφύρι δε στέκει. 

Στέκεται διερωτάται και εκείνος ποιον να βάλει.
- Άντε να πω τη µάνα µου, άλλη πια µάνα πού’ναι; 
Άντε να πω τον πατέρα μου, άλλο πια πατέρα πού’ναι;
Και αν βάλω από τα αδέλφια µου, αδέλφια δε βρίσκω. 

Χαπάρια και µηνύµατα πηγαίνει στη Μαρουδκιά.
- Έλα να πάε Μαρουδκιά και ο Βαλιαντής σε θέλει.

Κακό στο νου της δεν έβαλε, καλό στο νου της βάζει 
και έπιασε τη χρυσή ρόκα και το χρυσό ροδάνι,
 
χρυσή κλωστή εκρέµασε και στο Βαλιαντή πηγαίνει.
 

Μόλις τη βλέπει ο Βαλιαντής σφάχτηκε από το καηµό του
 
-Τι µε θέλεις, µάστορα µου, και µου µήνυσες και ήρθα;
 
-Επέστρεψε στο σπίτι, Μαρουδκιά, και τίποτα δε σε θέλω.
 
Μέχρι να πάει η Μαρουδκιά χαπάρια έρχονται πίσω της.
-Έλα να πάµε, Μαρουδκιά και ο Βαλιαντής σε θέλει.
 
-Τώρα ήµουν στου Βαλιαντή και µου είπε πως δε µε θέλει.
-Έλα να πάµε, Μαρουδκιά και ο Βαλιαντής σε θέλει.

Έβγαλε τα χρυσά ρούχα και εφόρεσε τα µαύρα
και έδωσε ένα γύρω των σπιτιών και τα αποχαιρέτισε.
-Σε κοιµίζω, µωρό µου, και άλλη θα σε ξυπνήσει,
σε ζυµώνω ζυµάρι µου και άλλη θα σε κόψει.
Έχετε γεια σπίτια μου και στρώµα όπου κοιµόµουν,
αυλή που τριγύριζα και τραπέζι όπου δειπνούσα.

Έπιασε τη µαύρη ρόκα και το µαύρο ροδάνι,
µαύρη κλωστή εκρέµασε και στο Βαλιαντή πηγαίνει
Όταν τη βλέπει ο Βαλιαντής, λούστηκε στο κλάµα.
-Α! σιταρένιο µου ψωµί, σιµιγδαλένια πίτα,
τι µε θέλεις, Βαλιαντή, και μου µήνυσές και ήρθα;
Πάντα έστελνες και µε έφερναν και λουζόσουνα το γέλιο,
τώρα έστειλες και µε έφεραν και λούστηκες το κλάµα.

-Κάτω στις άκρες των ακρών, στη καµάρα που είναι στο
 µέσον
η αρραβώνα µου έπεσε και ποιος θα µου την εύρει;
- Μη κλαις έτσι, Βαλιαντή, και εγώ θα σου την εύρω.
 
Φέρε καρέκλα που να αρµόζει, φέρε χρυσό ψαλίδι, κόψε
 
τα µαλλιά µου που είναι εξήντα πιθαµές
και κάµε ένα σκοινί χοντρό, ένα χοντροπλεγµένο
 
και από τη µέση δέσε µε κατέβασέ µε ως κάτω.
 

Φέρνει καρέκλα που να αρµόζει, φέρνει χρυσό ψαλίδι,
 
και έκοψε τα µαλλιά της που είναι εξήντα πιθαµές
έκαµε ένα σκοινί χοντρό, ένα χοντροπλεγµένο
και από τη µέση τη δένει να κατεβεί ως κάτω.

Κοιτάζει από εκεί, κοιτάζει από ’δω, τίποτα δε βρίσκει,
µόνο φαρµακερά φίδια έχουν το στόµα ανοιχτό να τη
 ρουφήσουν.

-Τράβα µε πάνω, Βαλιαντή, τίποτα δε βρίσκω,
µόνο φαρμακερά φίδια έχουν το στόµα ανοιχτό να µε
 ρουφήσουν.-Και ξανακάνε το γύρο, µακάρι να πετύχεις να τη βρεις.


Ξανακάνει το γύρο τίποτα δεν πετυχαίνει
-Τράβα µε πάνω, Βαλιαντή και το µωρό µου κλαίει
και τα βυζιά τα µυροδόχα είναι φουσκωμένα από το γάλα.

-Φέρτε χαλίκια και πηλό τη Μαρουδκιά να χτίσω.
Ανάθεµα τη µάνα της και την καρδιά που είχε,
ανάθεμα τη μάνα της την πικρογαλατούσα.
Τρεις κόρες που τις έκαµε, τρία γεφύρια έχτισαν,
η µια έχτισε το Γαλατά, η άλλη τον Ευφράτη
και η τρίτη η καλύτερη της Τρίχας το γιοφύρι.


Η πομάκικη παραλλαγή του «Γεφυριού της Άρτας» (Μετάφραση)


Τρία αδέλφια γεφυριού τοίχο χτίζανε
Τρία αδέλφια γεφυριού τοίχο χτίζανε
Τη μέρα το χτίζουν, το βράδι γκρεμίζεται
Το βράδι γκρεμίζεται, θυσία θέλει.
Καθίσανε τρία αδέλφια
Να κουβεντιάσουν, να αποφασίσουν.
- Αδέλφια, βρε αδέλφια, τρία αδέλφια,
Ελάτε να κάνουμε δικιά μας συμφωνία
Όποια θα έρθει αύριο νωρίς
Εκείνη θα τη βάλουμε στη μέση στα θεμέλια.
Ξεπρόβαλλε του πιο μικρού (αδελφού)
Του πιο μικρού η όμορφη Γιουρκέ,
Η όμορφη Γιουρκέ, η νέα νύφη.
Στο αριστερό χέρι κρατάει ζεστό πρωϊνό
Στο δεξί της έχει κρύο νερό.
Την είδε ο μικρότερος ο αγαπημένος της
Με το χέρι της έγνεψε πίσω να γυρίσει
Της έκλεισε το μάτι. Εκείνη πήγε πιο γρήγορα.
- Αδέλφια, αδέλφια, τρία αδέλφια
Καλή ευκολία, τρία αδέλφια.
- Ο Θεός μαζί σου, όμορφη Γιουρκέ
- Γιατί μου κλαις πρώτη μου αγάπη;
Πώς να μην κλαίω, όμορφη Γιουρκέ;
Το δαχτυλίδι μου έπεσε στη μέση του γεφυριού.
- Μη μου κλαις πρώτη μου αγάπη
Θα μαζέψω το μανίκι και θα σηκώσω το πανωφόρι
Θα μπω στη μέση στα θεμέλια
Θα σου βγάλω το άξιο το δαχτυλίδι
Το ασημένιο δαχτυλίδι με τη μαρμαρένια πέτρα.
- Ρίξτε της αδέλφια, ξύλο για ξύλο
Πέτρα για πέτρα για να χτίσουμε
την όμορφη Γιουρκέ στη μέση της γέφυρας
- Αφήστε με, τρία αδέλφια
Έχω παιδί, μου είναι ξεσκέπαστο
Μου είναι ξεσκέπαστο και ξεφασκιωμένο.
- Μη μου κλαις όμορφη Γιουρκέ
Έχεις μάνα, θα σου το σκεπάσει
Θα το σκεπάσει και θα το φασκιώσει.



Στη Βικιπαίδεια μπορείτε να βρείτε διάφορες πληροφορίες σχετικά με την ιστορία του γεφυριού της Άρτας αλλά και του δημοτικού τραγουδιού. Κάντε κλικ εδώ

Για να γνωρίσετε τα πέτρινα γεφύρια της Ηπείρου μπορείτε

να πλοηγηθείτε εδώ



Παρακάτω μπορείτε να παρακολουθήσετε μια μεταφορά σε 3D Animation του δημοτικού τραγουδιού από την περιφέρεια Ηπείρου






Και μια αλλιώτικη εκδοχή του τραγουδιού από τον...Καραγκιόζη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου